- αρκεβούζιο
- l'arcabu's
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
αρκεβούζιο — Φορητό πυροβόλο όπλο, που εμφανίστηκε προς το τέλος του 14ου αι. Στην αρχή, τα α. ήταν πολύ βαριά και δύσχρηστα, και είχαν μία σιδερένια κάνη, εφαρμοσμένη σε ένα ξύλινο στήριγμα ορισμένου σχήματος. Για την πυροδότηση ήταν εφοδιασμένα με μηχανισμό … Dictionary of Greek
τόξαυλος — ο, Ν το πολεμικό μηχάνημα αρκεβούζιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. orquebuse < arc «τόξο» + buse «σωλήνας» (πρβλ. και αρκεβούζιον)] … Dictionary of Greek